αελπτία

αελπτία
ἀελπτία, η (Α) [ἄελπτος]
1. ανέλπιστο, απροσδόκητο γεγονός και ειδικότερα απρόσμενο πλήγμα, συμφορά
2. (επίρρ. φρ.) «ἐξ ἀελπτίης», εξ απροόπτου, απροσδόκητα, ανέλπιστα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀελπτίᾳ — ἀελπτίαι , ἀελπτία an unlooked for event fem nom/voc pl ἀελπτίᾱͅ , ἀελπτία an unlooked for event fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀελπτίης — ἀελπτία an unlooked for event fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”